σουσαμόπιτα

σουσαμόπιτα
και σησαμόπιτα, η, Ν
πίτα από σπόρους σουσαμιού μετά την έκθλιψη τού λαδιού τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σουσάμι / σήσαμον + πίτα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σουσαμόπιτα — η πίτα που περιέχει σουσάμι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σησαμόπιττα — η, Ν βλ. σουσαμόπιτα …   Dictionary of Greek

  • σουσάμι — (σήσαμο το ινδικό). Ελαιοφόρο φυτό της οικογένειας των Πεδαλιιδών ή Πηδαλιιδών (δικοτυλήδονα), είδος των εύκρατων και τροπικών κλιμάτων, όπου καλλιεργείται από τους αρχαίους χρόνους (Ινδία, Κίνα, Αίγυπτος). Έχει απαιτήσεις σε θερμοκρασία και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”